- χοίνικα
- χοί̱νικα , χοῖνιξchoenixfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοινίκαι — χοινίκᾱͅ , χοινίκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιχοίνικος — ἡμιχοίνικος, ον (Α) [ημιχοίνιξ] 1. αυτός που περιέχει μισή χοίνικα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιχοίνικον μέτρο ξηρών καρπών, οινίκιον*, μισοσοίνικο … Dictionary of Greek
ομοχοίνιξ — ὁμοχοῑνιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… … Dictionary of Greek
χοινικιαίος — αία, ον, Α αυτός που περιέχει μία χοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek